γναφευτική

γναφευτική
γναφευτικός
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φουλλωνική — ἡ, Α η γναφευτική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fullonica (ενν. ars) «γναφευτική (τέχνη)» < fullo, onis (βλ. λ. φούλλων)] …   Dictionary of Greek

  • γναφευτικός — ή, ό (AM γναφευτικός, ή, όν, Α και κναφευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα 2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική η τέχνη τού γναφέα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”